συνεπιγίγνομαι

συνεπιγίγνομαι
Α
1. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον (α. «καὶ διαγωνιά σας μὴ συνεπιγενομένων τῶν περὶ τὸν Μάγωνα... πανταχόθεν αὐτὸν οἱ πολέμιοι περιστῶσιν», Πολ.
β. «αἴτια κακῶν συνεπιγίγνεσθαι», Βέττ. Βάλ.)
2. (για πυρετό) ενσκήπτω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιγίγνομαι «έρχομαι κατόπιν, ακολουθώ, επιτίθεμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”